-
1 живопись
живопись ж η ζωγραφική \живопись маслом (или масляными красками) η ελαιογραφία акварельная \живопись η ακουαρέλα, η υδατογραφία фресковая (или стенная) \живопись η τοιχογρα φία* * *жη ζωγραφικήίжи́вопись ма́слом ( или ма́сляными кра́сками) — η ελαιογραφία
акваре́льная жи́вопись — η ακουαρέλα, η υδατογραφία
фре́сковая ( или стенна́я) жи́вопись — η τοιχογραφία
-
2 масло
масло с 1) το βούτυρο (коровье); το λάδι, το σπορέλαιο (растительное)· το ελαιόλαδο (оливковое)· сливочное \масло το φρέσκο βούτυρο· топлёное \масло το λειωμένο βούτυρο 2) (в живописи): картина \маслом η ελαιογραφία* * *ссли́вочное ма́сло — ο φρέσκο βούτυρο
топлёное ма́сло — το λειωμένο βούτυρο
2) ( в живописи)карти́на ма́слом — η έλαιογραφία
-
3 живопись
η ζωγραφικήакварельная - η υδατογραφία, η ακουαρέλλαжанровая - το είδος ζωγραφικής, που εικονίζει την καθημερινή ζωήфресковая - η νωπογραφία, το φρέσκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > живопись
-
4 картина
1. тех. η εικόνα, η παράσταση 2. (жив.) о πίνακας-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картина
-
5 живопись
живописьж ἡ ζωγραφική:масляная \живописьή ἐλαιογραφία· акварельная \живопись ἡ ἀκουα-ρέλλα, ἡ ὑδατογραφία· фресковая \живопись ἡ νωπογραφία· стенная \живопись ἡ τοιχογραφία· пейзажная \живопись ἡ τοπιογραφία. -
6 картина
карти́н||аж1. ὁ πίνακας, ὁ πίναξ, ἡ εἰκόνα, ἡ ζωγραφία:жанровая \картина ὁ πίνακας ὁρισμένου ζάνρ· \картина масляными красками ἡ ἐλάιογραφιά·2. (фильм) разг τό φίλμ, ἡ ταινία· ◊ живые \картинаы ἡ ζωντανή είκόνα. -
7 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
8 живопись
-и θ.ζωγραφική•акварельная -υδατογραφία, νερομπογιά, ακουρέλα•
живопись масленными красками ελαιογραφία•
фресковая живопись νωπογραφία, φρέσκο•
стенная живопись τοιχογραφία•
постельная живопись ή живопись сухими красками κρητιδογραφία, παστέλ•
выставка -и έκθεση ζωγραφικής.
-
9 олеография
-и θ.ελαιογραφία. || αντίγραφο ελαιογραφίας.
См. также в других словарях:
ελαιογραφία — η 1. ζωγραφικός πίνακας που έγινε με λαδομπογιές: Παλιά ελαιογραφία. 2. ζωγραφική που γίνεται με λαδομπογιές: Έχει μεγάλη επίδοση στην ελαιογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… … Dictionary of Greek
Παπαλουκάς, Σπυρίδων — (Δεσφίνα Παρνασσίδας 1892 – Αθήνα 1957). Έλληνας ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της ελληνικής υπαίθρου. Από το 1909 μέχρι το 1916 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Παρίσι… … Dictionary of Greek
γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… … Dictionary of Greek
Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… … Dictionary of Greek